Πελασγικός

Πελασγικός
Πελασγικός, ή, όν, Pelasgian,
A

Ζεῦ ἄνα Δωδωναῖε, Πελασγικέ Il.16.233

;

τὸ Π. Ἄργος 2.681

, cf. Hdt.1.56, Str.5.2.4, 9.5.15 ; = Argive, E. Ph. 107 :—also [full] Πελάσγιος, A.Supp.634 (lyr.), E. IA1498 (lyr.) : fem. [full] Πελασγίς, ίδος, Hdt.7.42, A.R.4.243 ; [full] Πελασγιάς, άδος, Call. Lav. Pall.4 :—[full] Πελασγίη, , = Ἑλλάς, Hdt.2.56 ; cf.

πελαργικός 11

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πελασγικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πελασγικός — ή, ό / Πελασγικός, ή, όν, ΝΑ [Πελασγός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Πελασγούς («πελασγική γλώσσα») 2. φρ. «Πελασγικό(ν) Άργος» αρχαία ονομασία τής πεδινής Θεσσαλίας νεοελλ. αυτός που κατασκευάστηκε από τους Πελασγούς («πελασγικό… …   Dictionary of Greek

  • πελασγικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Πελασγούς ή κατασκευάστηκε από Πελασγούς: Πελασγικά τείχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πελασγικά — Πελασγικός neut nom/voc/acc pl Πελασγικά̱ , Πελασγικός fem nom/voc/acc dual Πελασγικά̱ , Πελασγικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγικῶν — Πελασγικός fem gen pl Πελασγικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγικόν — Πελασγικός masc acc sg Πελασγικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγικοῖς — Πελασγικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγικοῦ — Πελασγικός masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγικέ — Πελασγικός masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγική — Πελασγικός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πελασγικῷ — Πελασγικός masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”